προσδιοικώ

προσδιοικώ
-έω, Α
1. διοικώ, κυβερνώ επί πλέον ή συγχρόνως («τἆλλα τὰ προσήκοντα προσδιῷκησε», Δίων Κάσσ.)
2. ρυθμίζω, τακτοποιώ επί πλέον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”